-
1 вывести
вывести 1) βγάζω, εξάγω 2) (исключить) διώχνω, βγάζω από \вывести из состава команды βγάζω από την ομάδα 3) (уничтожить ) βγάζω (пятна и т. п.)* * *1) βγάζω, εζάγω2) ( исключить) διώχνω, βγάζω απόвы́вести из соста́ва кома́нды — βγάζω από την ομάδα
3) ( уничтожить) βγάζω (пятна и т. п.)
См. также в других словарях:
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek